-
1 κομίζω
Aκομιῶ Od.15.546
, Hdt.2.121.γ, Ar.Ec. 800, etc.; κομίσω only late, as AP6.41 (Agath.): [tense] aor. ἐκόμισα, [dialect] Ep.ἐκόμισσα Il.13.579
,κόμισσα Od.18.322
,κόμισα Il.13.196
; [dialect] Dor.ἐκόμιξα Pi.P.4.159
: [tense] pf.κεκόμικα Hdt.9.115
, etc.:—[voice] Med., [tense] fut. , Th.1.113, etc.; [dialect] Ion. - ιεῦμαι, v. infr. 11.4; late : [tense] aor.ἐκομισάμην Hdt.6.118
, etc.; [dialect] Ep. ἐκομισς- or κομισς-, Od.14.316, Il. 8.284:—[voice] Pass., [tense] fut. - ισθήσομαι Th.1.52, D.18.301: [tense] aor.ἐκομίσθην Hdt.1.31
, Th.5.3, etc.: [tense] pf.κεκόμισμαι D.18.241
: but more freq. in med. sense, v. infr. 11.2: ([etym.] κομέω):—take care of, provide for,τόν γε γηράσκοντα κομίζω Il.24.541
;τόνδε τ' ἐγὼ κομιῶ Od.15.546
;ἐμὲ κεῖνος ἐνδυκέως ἐκόμιζε 17.113
, etc.;κόμισσε δὲ Πηνελόπεια, παῖδα δὲ ὢς ἀτίταλλε 18.322
, cf. 20.68: rare in Trag., A.Ch. 262, 344; receive, treat,φιλίως, οὐ πολεμίως κ. Th.3.65
codd.:—more freq. in [voice] Med.,καί σε.. κομίσσατο ᾧ ἐνὶ οἴκῳ Il.8.284
, cf. Od.14.316;Σίντιες.. ἄφαρ κομίσαντο πεσόντα Il.1.594
;κομίζεσθαί τινα ἐς τὴν οἰκίαν And.1.127
, cf. Is.1.15:—[voice] Pass., οὔ τι κομιζόμενός γε θάμιζεν not often was he attended to, Od.8.451.2 of things, attend, give heed to,τὰ ο' αὐτῆς ἔργα κόμιζε Il.6.490
, Od.21.350;κτήματα μὲν.. κομιζέμεν ἐν μεγάροισι 23.355
; δῶμα κ., of the mistress of the house, 16.74, etc.;τὸν χρυσόν Hdt.1.153
; ἔξω κ. πηλοῦ πόδα keep it out of the mud, A.Ch. 697:—[voice] Med.,ἔργα κ. Δημήτερος Hes.Op. 393
; Δημήτερος ἱερὸν ἀκτὴν μέτρῳ εὖ κομίσασθαι ἐν ἄγγεσιν store up.., ib. 600.II carry away so as to preserve, Ἀμφίμαχον.. κόμισαν μετὰ λαὸν Ἀχαιῶν they carried away his body, Il.13.196 (so in [voice] Med., κόμισαί με carry me safe away, 5.359, cf.E.IT 774); of things, τὴν δὲ κόμισσε κῆρυξ the herald took up the mantle, that it might not be lost, Il.2.183; [τρυφάλειαν] κόμισαν.. ἑταῖροι 3.378
, cf. 13.579; later, simply, save, rescue,ἄνδρ' ἐκ θανάτου Pi.P.3.56
;ἄρουραν πατρίαν σφίσιν κόμισον Id.O.2.14
; of the dead, νεκρὸν κ. carry out to burial, E.Andr. 1264, cf. S.Aj. 1397:—in [voice] Med., Is.8.21; also, simply, carry the body home, opp. θάπτω, A.Ch. 683, cf. Hdt.4.71.2 carry off as a prize or booty,χρυσὸν δ' Ἀχιλεὺς ἐκόμισσε Il.2.875
;κόμισσα δὲ μώνυχας ἵππους 11.738
; τέσσαρας ἐξ ἀέθλων νίκας ἐκόμιξαν four victories they won, Pi. N.2.19;ἔπαινος, ὃν κομίζετον τοῦδ' ἀνδρός S.OC 1411
:—in [voice] Med., Orac. ap. Hdt.1.67:—later freq., get for oneself, acquire, gain, δόξαν ἐσθλήν v.l. in E.Hipp. 432; ; ; τὰ ἆθλα αὐτῆς ib. 621d;κ. τί τινος S.OT 580
;τι παρά τινος Th.1.43
;τι ἀπό τινος X.Cyr.1.5.10
; gather in, reap,καρπόν Hdt.2.14
: [tense] pf. [voice] Pass. in med. sense, ὑμεῖς τοὺς καρποὺς κεκόμισθε you have reaped the fruits, D.18.231;κεκόμισται χάριν Id.21.171
;ὡμολόγει κεκομίσθαι τὴν προῖκα Id.27.14
, cf. Is.5.22; simply, receive, (Halic., iv/iii B.C.); (iii B.C.) ;μισθόν IG42(1).99.24
(Epid., ii B.C.);ἀπ' ἀλλήλων χρείας Phld.D.3
Fr. 84.3 receive a missile in one's body, ἀλλά τις Ἀργείων κόμισε χροΐ (sc. τὸν ἄκοντα) Il.14.456, cf. 463:—[voice] Med., ὡς δή μιν σῷ ἐν χροΐ πᾶν κομίσαιο (sc. τὸ ἔγχος) 22.286.4 carry, convey,κόμισαν δέπας 23.699
, cf. Od.13.68, Hdt.5.83, etc.; κομίζοις ἂν σεαυτόν betake thyself, S.Ant. 444:—[voice] Pass., to be conveyed, journey, travel, by land or sea, Hdt.5.43, etc.; εἴσω κομίζου get thee in, A.Ag. 1035, cf. Pr. 394; κ. παρά τινα betake oneself to him, Hdt.1.73: in this sense [tense] fut. and [tense] aor. [voice] Med. sts. occur,κομιεύμεθα ἐς Σῖριν Id.8.62
;οἳ ἂν κομίσωνται.. ἐς Βαβυλῶνα Id.1.185
;ἔξω κομίσασθ' οἴκων E.Tr. 167
(lyr.).5 bring to a place, bring in, introduce,κόμιζέ νύν μοι παῖδα S.Aj. 530
; import, Pl.R. 370e, etc.; ;κ. τὴν φιλοσοφίαν εἰς τοὺς Ἕλληνας Isoc.11.28
;οἱ κομίσαντες τὴν δόξαν ταύτην Arist.EN 1096a17
, cf. Metaph. 990b2:—in [voice] Med., [τὸν ἀνδριάντα] ἐπὶ Δήλιον Hdt.6.118
;ποίμνας ἐς δόμους S.Aj.63
, cf. Ar.V. 833.6 conduct, escort, τί μέλλεις κομίζειν δόμων τόνδ' ἔσω; S.OT 678 (lyr.), cf. Ph. 841 (hex.), Th.7.29, Pl.Phd. 113d, etc.; κ. ἐξ ὀμμάτων γυναῖκα τήνδε take her from my sight, E.Alc. 1064;κ. ναῦς Th.2.85
;ἄρχοντα Id.8.61
.7 bring back from exile, Pi.P.4.106 (dub.); τεὰν ψυχὰν κ. (from the world below), Id.N.8.44;πάλιν κ. Pl.Phd. 107e
, etc.8 get back, recover, Pi.O.13.59;τέκνων.. κομίσαι δέμας E.Supp. 273
(hex.), cf. 495:—[voice] Med., get back for oneself, , cf. IT 1362;τὴν βασιλείαν Ar.Av. 549
;τοὺς ἄνδρας Th.1.113
, cf. 4.117;τοὺς νεκροὺς ὑποσπόνδους κ. Id.6.103
;τὰ πρέποντα Id.4.98
;ἃ νῦν ἀπολαβεῖν οὐ δυνάμεθα διὰ πολέμου, ταῦτα διὰ πρεσβείας ῥᾳδίως κομιούμεθα Isoc.8.22
; esp. of money, recover debts, etc., Lys.32.14, And.1.38, D.4.7, etc.;διπλάσια Lys.19.57
;τόκους πολλαπλασίους Pl.R. 556a
, etc.;κ. τιμωρίαν παρά τινος Lys.12.70
; κ. τὴν θυγατέρα take back one's daughter (on the death of her husband), Is.8.8.9 metaph., rescue from oblivion,ἀοιδοὶ καὶ λόγοι τὰ καλὰ ἔργ' ἐκόμισαν Pi.N.6.30
.10 bring, give,θράσος.. ἀνδράσι θνῄσκουσι κ. A.Ag. 804
(anap.):—[voice] Act. and [voice] Med. combined, χθὼν πάντα κομίζει καὶ πάλιν κομίζεται gives all things and gets them back again, Men.Mon. 539, cf. 89, 668.12 Medic., extract, remove, Gal.2.632.III [voice] Pass., come or go back, return, Hdt.4.76,al.;ἐκομίσθησαν ἐπ' οἴκου Th.2.33
, cf. 73;κομισθεὶς οἴκαδε Pl.R. 614b
. -
2 λόγος
λόγος (-ος, -ῳ, -ον; -οι, -ων, -οισι.) A1 reason τὸ καὶ νῦν φέρει λόγον (ἔχει λόγον. Σ.) I. 8.61 B word, etc.1 s.,a account, story, report ὑπὲρ τὸν ἀλαθῆ λόγον δεδαιδαλμένοι ψεύδεσι ποικίλοις ἐξαπατῶντι μῦθοι beyond the true version O. 1.28ἐθελήσω ξυνὸν ἀγγέλλων διορθῶσαι λόγον O. 7.21
ἐν Μεγάροισίν τ' οὐχ ἕτερον λιθίνα ψᾶφος ἔχει λόγον O. 7.87
ἀπό μοι λόγον τοῦτον, στόμα, ῥῖψον O. 9.35
αἰεὶ δὲ τοιαύταν αἶσαν ἀστοῖς καὶ βασιλεῦσιν διακρίνειν ἔτυμον λόγον ἀνθρώπων P. 1.68
σὲ ποτὶ πάντα λόγον ἐπαινεῖν P. 2.66
πάντα λόγον θέμενος σπουδαῖον συγγενέσιν παρεκοινᾶθ P. 4.132
πάσαισι γὰρ πολίεσι λόγος ὁμιλεῖ Ἐρεχθέος ἀστῶν (v. l. ὁ λόγος) P. 7.9ἀρχαῖον ὀτρύνων λόγον, ὡς N. 1.34
ἕπεται δὲ λόγῳ δίκας ἄωτος· ἐσλὸν αἰνεῖν avec mon dire s'accorde justice la plus stricte Puech. N. 3.29ἀπειρομάχας ἐών κε φανείη, λόγον ὁ μὴ συνιείς N. 4.31
ἄπορα γὰρ λόγον Αἰακοῦ παίδων τὸν ἅπαντά μοι διελθεῖν N. 4.71
οἷον αἰνέων κε Μελησίαν ἔριδα στρέφοι, ῥήματα πλέκων, ἀπάλαιστος ἐν λόγῳ ἕλκειν in the telling N. 4.94ψευστὰν δὲ ποιητὸν συνέπαξε λόγον, ὡς ἦρα N. 5.29
κλεινὸς Αἰακοῦ λόγος, κλεινὰ δὲ καὶ ναυσικλυτὸς Αἴγινα I. 9.1
μὴ πρὸς ἅπαντας ἀναρρῆξαι τὸν ἀχρεῖον λόγον fr. 180. 1. and so, a report about oneself,εἴ τις εὖ πάσχων λόγον ἐσλὸν ἀκούῃ I. 5.13
b = εὐλογία, praise cf. B. 2. b, infra. ὁπᾷ τε κοινὸν λόγον φίλαν τείσομεν ἐς χάριν (τὸν ὕμνον Σ.) O. 10.11ἐγκωμίων γὰρ ἄωτος ὕμνων ἐπ' ἄλλοτ ἄλλον ὥτε μέλισσα θύνει λόγον P. 10.54
ὃς τάνδε νᾶσον εὐκλέι προσέθηκε λόγῳ N. 3.68
ἐγὼ δὲ πλέον' ἔλπομαι λόγον Ὀδυσσέος ἢ πάθαν διὰ τὸν ἁδυεπῆ γενέσθ Ὅμηρον N. 7.21
τιμὰ δὲ γίνεται ὧν θεὸς ἁβρὸν αὔξει λό-γον τεθνακότων N. 7.32
καὶ γὰρ ἡρώων ἀγαθοὶ πολεμισταὶ λόγον ἐκέρδαναν (τὸν ἐγκωμιαστικὸν λόγον. Σ.) I. 5.27c utterance, statement, preceptἕπεται δὲ λόγος εὐθρόνοις Κάδμοιο κούραις O. 2.22
αὐδάσομαι ἐνόρκιον λόγον ἀλαθεῖ νόῳ τεκεῖν μή τιν O. 2.92
οὐ ψεύδει τέγξω λόγον· διάπειρά τοι βροτῶν ἔλεγχος O. 4.18
ὁ δὲ λόγος ταύταις ἐπὶ συντυχίαις δόξαν φέρει P. 1.35
τό γ' ἐν ξυνῷ πεποναμένον εὖ μὴ λόγον βλάπτων ἁλίοιο γέροντος κρυπτέτω P. 9.94
[cf. λόγῳ, B. 1. a, supra, N. 3.29]ἔστι δέ τις λόγος ἀνθρώπων, τετελεσμένον ἐσλὸν μὴ χαμαὶ σιγᾷ καλύψαι N. 9.6
καὶ γυναιξὶν καλλικόμοισιν ἀριστεύει πάλαι (sc. Ἄργος).Ζεὺς ἐπ' Ἀλκμήναν Δανάαν τε μολὼν τοῦτον κατέφανε λόγον N. 10.11
λόγον ἄνακτος Εὐξαντίου ἐπαίνεσα Pae. 4.35
d prophecyπαραπειρῶνται Διὸς ἀργικεραύνου, εἴ τιν' ἔχει λόγον ἀνθρώπων πέρι O. 8.4
σὲ δἐν τούτῳ λόγῳ χρησμὸς ὤρθωσεν P. 4.59
λόγον φέρεις, τὸν ὅνπερ ποτ' Ὀικλέος παῖς αἰνίξατο P. 8.38
ἄγγελλε δὲ φοινικόπεζα λόγον παρθένος εὐμενὴς Ἑκάτα τὸν ἐθέλοντα γενέσθαι Pae. 2.77
e converse, speakingδᾶμον Ὑπερβορέων πείσαις λόγῳ O. 3.16
κέντρον δὲ μάχας ὁ κρατιστεύων λόγος fr. 180. 3. κυριωτερο[ λτ;εἰς σοφίας λόγον> (supp. Snell ex Aristide: as regards the utterance of wisdom) fr. 260. 7. as opposed to thought, ἄνδρες θήν τινες ἀκκιζόμενοι νεκρὸν ἵππον στυγέοισιλόγῳ κείμενον ἐν φάει, κρυφᾷ δὲ σκολιαῖς γένυσσιν ἀνδέροντι fr. 203. 2.f sentenceδικάζει τις, ἐχθρᾷ λόγον φράσαις ἀνάγκᾳ O. 2.60
h frag. ]λόγον τερπνῶν ἐπέων[ Pae. 14.34
2 pl.,a wordsγνῶναί τ' ἔπειτ ἀρχαῖον ὄνειδος ἀλαθέσιν λόγοις εἰ φεύγομεν O. 6.90
τελεύταθεν δὲ λόγων κορυφαὶ ἐν ἀλαθείᾳ πετοῖσαι of his request O. 7.68ἀγανοῖσι λόγοις ὧδ' ἀμείφθη P. 4.101
εἰ δὲ λόγων συνέμεν κορυφάν, Ἱέρων,ὀρθὰν ἐπίστᾳ P. 3.80
“ ἀλλὰ τούτων μὲν κεφάλαια λόγων ἴστε” P. 4.116μειλιχίοισι λόγοις P. 4.128
μειλιχίοις τε λόγοις P. 4.240
λόγοισι θνατῶν εὔδοξον ἅρματι νίκαν Κρισαίαις ἐνὶ πτυχαῖς ἀπαγγελεῖ P. 6.16
τοῖο δ' ὀργὰν κνίζον αἰπεινοὶ λόγοι N. 5.32
ὄψον δὲ λόγοι φθονεροῖσιν N. 8.21
καὶ τοιᾷδε κορυφᾷ σάμαινεν λόγων (λόγον Π̆{S}) Πα. 8A. 14. [ θανόντων δὲ καὶ λόγοι φίλοι προδόται ( λόγοι ut glossema del. Bergk) fr. 160.]b esp., words, expressions of praiseἐπίκουρον εὑρὼν ὁδὸν λόγων O. 1.110
οὔτοι χαμαιπετέων λόγων ἐφάψεαι O. 9.12
μελιγάρυες ὕμνοι ὑστέρων ἀρχὰ λόγων τέλλεται O. 11.5
ὃς ἔχεις καὶ πεδὰ μέγαν κάματον λόγων φερτάτων μναμήἰ P. 5.48
παροιχομένων γὰρ ἀνέρων, ἀοιδαὶ καὶ λόγοι τὰ καλά σφιν ἔργ' ἐκόμισαν (Pauw: ἀοιδοὶ καὶ λόγιοι codd., Π.) N. 6.30θρασύ μοι τόδ' εἰπεῖν φαενναῖς ἀρεταῖς ὁδὸν κυρίαν λόγων οἴκοθεν N. 7.51
ὑπὲρ πολλῶν τε τιμαλφεῖν λόγοις νίκαν N. 9.54
ἐν λόγοις δ' ἀστῶν ἀγαθοῖσιν ἐπαινεῖσθαι χρεών N. 11.17
εἶα τειχίζωμεν ἤδη ποικίλον κόσμον αὐδάεντα λόγων fr. 194. 3. -
3 ἀοιδά
1 song ἰανθεὶς ἀοιδαῖς (sc. Ζεύς) O. 2.13θεόμοροι νίσοντ' ἐπ ἀνθρώπους ἀοιδαί O. 3.10
ὑπὸ ποικιλοφόρμιγγος ἀοιδᾶς O. 4.3
ἐν ἱμερταῖς ἀοιδαῖς O. 6.7
ἐσσὶ γὰρ γλυκὺς κρατὴρ ἀγαφθέγκτων ἀοιδᾶν sc. Aineas, the chorus leader O. 6.91πόλιν μαλεραῖς ἐπιφλέγων ἀοιδαῖς O. 9.22
καλὰ ἔρξαις ἀοιδᾶς ἄτερ O. 10.91
μακρότεραι Τερψίᾳ θ' ἕψοντ Ἐριτίμῳ τ ἀοιδαί O. 13.42
ἅλικες οἶα παρθένοι φιλέοισιν ἑταῖραι ἑσπερίαις ὑποκουρίζεσθ' ἀοιδαῖς P. 3.19
ἁ δ' ἀρετὰ κλειναῖς ἀοιδαῖς χρονία τελέθει P. 3.114
φορμιγκτὰς ἀοιδᾶν πατὴρ Ὀρφεύς P. 4.176
τὸν ἐν ἀοιδᾷ νέων πρέπει χρυσάορα Φοῖβον ἀπύειν P. 5.103
κρηπῖδ' ἀοιδᾶν ἵπποισι βαλέσθαι P. 7.3
ἐμὲ δοὖν τις ἀοιδᾶν δίψαν ἀκειόμενον πράσσει χρέος P. 9.103
τὸν Ἱπποκλέαν ἔτι καὶ μᾶλλον σὺν ἀοιδαῖς ἕκατι στεφάνων θαητὸν ἐν ἅλιξι θησέμεν P. 10.57
ἀεθλονικία δὲ μάλιστ' ἀοιδὰν φιλεῖ N. 3.7
πάτραν ἵν' ἀκούομεν, Τιμάσαρχε, τεὰν ἐπινικίοισιν ἀοιδαῖς πρόπολον ἔμμεναι N. 4.78
ἀλλ' ἐπὶ πάσας ὁλκάδος ἔν τ ἀκάτῳ, γλυκεἶ ἀοιδά, στεῖχ ἀπ Αἰγίνας N. 5.2
παροιχομένων γὰρ ἀνέρων, ἀοιδαὶ καὶ λόγοι τὰ καλά σφιν ἔργ' ἐκόμισαν (Pauw: ἀοιδοί codd., pap.) N. 6.30νεοθαλὴς δ' αὔξεται μαλθακᾷ νικαφορία σὺν ἀοιδᾷ N. 9.49
λύρα δέ σφι βρέμεται καὶ ἀοιδά N. 11.7
μελιγδούποισι δαιδαλθέντα μελιζέμεν ἀοιδαῖς ( μελίζεν ἀοιδαῖς coni. Pauw.) N. 11.18Ὀγχηστίαισίν τ' ἀιόνεσσιν περιστέλλων ἀοιδὰν γαρύσομαι I. 1.33
οὐδ' ἐπέρναντο γλυκεῖαι μελιφθόγγου ποτὶ Τερψιχόρας ἀργυρωθεῖσαι πρόσωπα μαλθακόφωνοι ἀοιδαί I. 2.8
οὐκ ἀγνῶτες ὑμῖν ἐντὶ δόμοι οὔτε κώμων οὔτε μελικόμπων ἀοιδᾶν I. 2.32
( φάμα) ἅ τε ὤπασεν τοιάδε τῶν τότ' ἐόντων φύλλ ἀοιδᾶν (Σ, Tric.: ἀοιδάν, ἀοιδῶν codd.) I. 4.27μὴ φθόνει κόμπον τὸν ἐοικότ' ἀοιδᾷ κιρνάμεν ἀντὶ πόνων I. 5.24
εἴη δὲ Αἴγιναν κάτα σπένδειν μελιφθόγγοις ἀοιδαῖς I. 6.9
τὸν μὲν οὐδὲ θανόντ' ἀοιδαὶἔλιπον ( τι λίπον Schr. coni.: ἐπέλιπον Snell) I. 8.56 ἄρδοντ' ἀοιδαῖς fr. 6b. f. ]ἀοιδαῖς ἐν εὐπλε[κέσσι Pae. 3.12
ἀοιδᾶν ῥόθια δεκομένα κατερεῖς (sc. Αἴγινα) Πα.. 12. λτ;ἐν ἀοιδᾷ> (supp. Snell e Σ pap.: fort. v. l.) Πα. 1. 2. ἀέ]ξετ' ἔτι, Μοῖσαι, θάλος ἀοιδᾶν[ Δ. 1. 1. ]εες τ ἀοιδαί[ Δ. 3. 1. ἰοδέτων λάχετε στεφάνων τᾶν τ ἐαριδρόπων ἀοιδᾶν, Διόθεν τέ με σὺν ἀγλαίᾳ ἴδετε πορευθέντ ἀοιδᾶν δεύτερον ἐπὶ τὸν κισσοδαῆ θεόν fr. 75. 8. σειρῆνα δὲ κόμπον αὐλίσκων ὑπὸ λωτίνων μιμήσομ' ἀοιδαῖς Παρθ. 2. 1. ἀνδρὸς δ οὔτε γυναικὸς χρή με λαθεῖν ἀοιδὰν πρόσφορον (i. e. song for a man) Παρθ. 2. 3. [ἀοιδᾷ (coni. Bergk: οἶδα codd.) fr. 107b. 1.] πρέπει δ' ἐσλοῖσιν ὑμνεῖσθαι καλλίσταις ἀοιδαῖς fr. 121. 2. ἐρατᾶν ὄχημ' ἀοιδᾶν τοῦτό τοι πέμπω fr. 124. 1. ἔντι μὲν χρυσαλακάτου τεκέων Λατοῦς ἀοιδαὶ ὥριαι παιάνιδες Θρ. 3. 1. ἀοιδ[ὰν κ]αὶ ἁρμονίαν αὐλ[οῖς ἐ]πεφράς[ατο (supp. Schr.) fr. 140b. 2. θεὸς ὁ πάντα τεύχων βροτοῖς καὶ χάριν ἀοιδᾷ φυτεύει fr. 141. κεκρότηται χρυσέα κρηπὶς ἱεραῖσιν ἀοιδαῖς fr. 194. 1. c. gen., εἰ — (sc. καλὰ ἔργα)εὕρηται ἄποινα μόχθων κλυταῖς ἐπέων ἀοιδαῖς N. 7.16
θεσπεσία δ' ἐπέων καύχας ἀοιδὰ πρόσφορος ( καύχαις coni. Benedictus) N. 9.7 πρὶν μὲν ἕρπε σχοινοτένειά τ' ἀοιδὰ διθυράμβων καὶ τὸ σὰν κίβδηλον ἀνθρώποισιν ἀπὸ στομάτων Δ. 2. 1. pro pers.,αἱ δὲ σοφαὶ Μοισᾶν θύγατρες ἀοιδαὶ θέλξαν νιν ἁπτόμεναι N. 4.3
[dub. ex., v. μιμνᾴσκω frag.]
См. также в других словарях:
κομίζω — (AM κομίζω) φέρω, μεταφέρω, κουβαλώ («σφέα ἐκόμισάν τε καὶ ἱδρύσαντο τῆς σφετέρης χώρης ἐς τὴν μεσόγαιαν», Ηρόδ.) αρχ. 1. περιποιούμαι κάποιον («οὐδέ νυ τόν γε [παῑδα] γηράσκοντα κομίζω», Ομ. Ιλ.) 2. φιλοξενώ («κομίζεται αὐτῆν εἰς τὴν οἰκίαν»,… … Dictionary of Greek